- περιμήκετος
- περιμήκετοςvery tallmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιμήκετος — ον, ΜΑ περιμήκης*, πολύ μακρύς ή πολύ ψηλός (α. «ἐλάτην... περιμήκετον», Ομ. Ιλ. β. «πυραμίδες περιμήκετοι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περιμήκης + κατάλ. ετος (πρβλ. πάγ ετος)] … Dictionary of Greek
περιμήκετον — περιμήκετος very tall masc/fem acc sg περιμήκετος very tall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμήκετα — περιμήκετος very tall neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Taygete (montagnes) — Taygète (montagnes) Pour les articles homonymes, voir Taygète. Taygète Géographie … Wikipédia en Français
Taygète (montagnes) — Pour les articles homonymes, voir Taygète. Taygète Carte du Sud du Péloponnèse avec le Taygète au centre … Wikipédia en Français
αμαιμάκετος — ἀμαιμάκετος, η, ον και ος, ον (Α) (επική λέξη, σε χρήση και στους λυρικούς) ισχυρός, ακατάσχετος, ασυγκράτητος, φοβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ποιητική, ιδιαίτερα εκφραστική, που χρησιμοποιήθηκε ήδη στα ομηρικά έπη για να χαρακτηρίσει τη Χίμαιρα… … Dictionary of Greek